Bulling /Εκφοβισμός και θυματοποιήση
Bulling : Εκφοβισμός και θυματοποίηση
Οι εκδηλώσεις βίας διαφόρων μορφών, μεταξύ παιδιών και νέων , εντός και εκτός σχολικού περιβάλλοντος, δυστυχώς δεν είναι καινούργιο φαινόμενο.
Ο όρος «εκφοβισμός και βία στο σχολείο» (school bullying), όπως και ο όρος «θυματοποίηση» (victimization), σήμερα χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν μια κατάσταση κατά την οποία ασκείται εσκεμμένη, απρόκλητη, συστηματική και επαναλαμβανόμενη βία και επιθετική συμπεριφορά με σκοπό την επιβολή, την καταδυνάστευση και την πρόκληση σωματικού και ψυχικού πόνου συνήθως από μαθητές σε συμμαθητές ή συνομήλικους τους, εντός και εκτός σχολείου.
Ο εκφοβισμός εμφανίζεται με τις εξής μορφές:
- Λεκτικού εκφοβισμού (κοροϊδία, διακρίσεις, ντροπιαστικά σχόλια),
- Κοινωνικού εκφοβισμού (διάδοση φημών, καταστροφή προσωπικών αντικειμένων, απομόνωση από την ομάδα),
- Σωματικού εκφοβισμού (χτυπήματα, σπρωξίματα, κλωτσιές)
- Ηλεκτρονικού εκφοβισμού (εκβιασμός μέσω Διαδικτύου και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μέσω μηνυμάτων στο κινητό τηλέφωνο).
Ο εκφοβισμός έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες στις ζωές των παιδιών που τον υφίστανται. Οι σοβαρότητα των συνεπειών εξαρτάται από την συχνότητα και την ένταση του εκφοβισμού που υφίσταται το παιδί - στόχος , σε συνδυασμό με τα ατομικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του και την αντίδραση του οικογενειακού και κοινωνικού περίγυρου τους. Η χρόνια θυματοποίηση κλονίζει ακόμα περισσότερο την αυτοεκτίμηση και χειροτερεύει την κατάθλιψη από την οποία υποφέρουν πολλά από τα παιδιά θύματα εκφοβισμού καθώς η σχολική τους ζωή είναι μαρτύριο. Οι συνέπειες μπορεί να εκτείνονται από σχετικά απλά σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα έως και στις πιο τραγικές , όπως είναι η αυτοκτονία ή/ και η ανθρωποκτονία από παιδιά μεγαλύτερα σε ηλικία.
Όταν μιλάμε για το σχολικό εκφοβισμό, συνήθως η συζήτηση εξαντλείτε στην περιγραφή των «χαρακτηριστικών» των παιδιών που γίνονται θύτες και των παιδιών που γίνονται θύματα και αναζητούνται αιτίες στην ανώριμη ή ανασφαλή προσωπικότητα ή στο διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον των θυτών και των θυμάτων. Όμως ο εκφοβισμός και η βία εντός και εκτός σχολείου είναι συλλογική υπόθεση. Δεν αφορά απλά τα άτομα που εμπλέκονται άμεσα (αυτόν ή αυτούς που εκφοβίζουν και εκείνον που εκφοβίζεται) ή έμμεσα ( μαθητές ή ενήλικες, που είναι παρόντες ή γνωρίζουν την ύπαρξή του). Είναι ένα φαινόμενο που αφορά την σχολική κοινότητα ως σύνολο καθώς και την ευρύτερη κοινωνία και την κυρίαρχη κουλτούρα. Πίσω από τέτοιες συμπεριφορές υπάρχουν θέματα αρχών και αξιών, κανόνων και προτύπων συμπεριφοράς για το πώς ρυθμίζονται οι σχέσεις των μελών μια κοινωνίας.
Οι έρευνες έχουν δείξει ότι από την στιγμή που σε μια σχολική κοινότητα αρχίσουν να εμφανίζονται φαινόμενα εκφοβισμού, δημιουργούνται «άτυπα» κοινωνικά δίκτυα που ενισχύουν τις διαδικασίες θυματοποίησης, εκφοβισμού και παρενόχλησης που λειτουργούν με βάσει κλασικούς κανόνες παιχνιδιού εξουσίας όπως εμφανίζεται στην ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα δηλαδή:
- κάποιοι επιδιώκουν και επιβάλλουν την παρουσία και την εξουσία τους
- μια σημαντική ομάδα συσπειρώνεται γύρω από τον «εξουσιαστή»,
- μια εξίσου σημαντική ομάδα είναι «ουδέτεροι» και ανέχονται / αποδέχονται σιωπηρά και τέλος
- κάποιοι ελάχιστοι αντιδρούν στον εξουσιαστή.
Ο Olweus επισημαίνει , ότι αυτή η ενεργός και μυστική συμμετοχή του κοινωνικού περίγυρου στον εκφοβισμό και την θυματοποίηση, είναι ένα είδος «μεταδοτικής αρρώστιας», η οποία εξασθενεί τον έλεγχο της αναστολής των επιθετικών τάσεων, διαταράσσει το σύστημα της κατανομής συλλογικών ευθυνών και σταδιακά μεταβάλει συνολικά τις αντιλήψεις των μελών της κοινότητας σχετικά με τη θυματοποίηση.
Δηλαδή, αν τα μέλη μιας ομάδας, κοινότητας, κοινωνίας, δεν έχουν μάθει να αντιδρούν άμεσα και συστηματικά σε απαξιωτικές και βίαιες συμπεριφορές (οποιαδήποτε μορφής), σταδιακά τις συνηθίζουν και τις αποδέχονται ως φυσιολογικές και παύουν να τις αξιολογούν και να τις αντιλαμβάνονται ως τέτοιες.
Στις περιπτώσεις του σχολικού εκφοβισμού, λόγω της άτυπης ομαδοποίησης των εμπλεκομένων και της συνεπαγόμενης «συμφωνίας σιωπής» πολλά περιστατικά θυματοποίησης αποκρύπτονται. Πολύ συχνά παραγνωρίζονται από τους εκπαιδευτικούς ακόμα και από τους ίδιους τους γονείς. Το θύμα φοβάται να μιλήσει (από ντροπή, αίσθημα ανημποριάς, εγκατάλειψης κ.λ.π.) και η όλη κατάσταση μπορεί να πάρει ανησυχητικές διαστάσεις σε όλη τη σχολική κοινότητα και πολλές φορές και έξω από αυτήν, υπονομεύοντας και παρεμποδίζοντας κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης.
Tέλος, έχει παρατηρηθεί ότι, όταν οι προσπάθειες αντιμετώπισης της σχολικής βίας κατευθύνονται μόνο προς τους δράστες ή / και τα θύματα, τα οφέλη είναι συνήθως προσωρινά. Αν δεν γίνουν ουσιαστικές και σε βάθος παρεμβάσεις σε σχέση με τις κυρίαρχες αξίες και τους κανόνες διαχείρισης συγκρούσεων και σχέσεων στην σχολική κοινοτητα , σταδιακά το σύστημα επανέρχεται στον παλιό γνωστό τρόπο συμπεριφοράς?.